- ἀποτριβή
- ἀποτριβήrubbing awayfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποτριβή — η (Α ἀποτριβή) η φθορά ενός πράγματος εξαιτίας της συνεχούς χρήσης αρχ. βλάβη, ζημιά … Dictionary of Greek
ἀποτρίβῃ — ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres ind mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτριβῆς — ἀποτριβή rubbing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτριβήν — ἀποτριβή rubbing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτριβάς — ἀποτριβά̱ς , ἀποτριβή rubbing away fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)